Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ




Δεν είμασταν σίγουροι για το αν έπρεπε να αφιερώσουμε ιδιαίτερο χρόνο και χώρο για να γράψουμε για το κλείσιμο ενός ακόμα βιβλιοπωλείου, μέσα στον καιρό του οικονομικού πολέμου που βιώνουμε. Τα πολλά δακρύβρεχτα άρθρα όμως που θρηνούν ένα ακόμα «πολιτισμικό στέκι» που χάνεται, μας τσιγκλάνε να πάρουμε και εμείς θέση και να τοποθετηθούμε στην οικοδόμηση της συνολικής εικόνας. Και το δικό μας λιθαράκι δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια διαφορετική οπτική, λίγο πιο «αρτηριοσκληρωτική» για πολλούς οι οποίοι εξακολουθούν να υπηρετούν το σύγχρονο lifestyle και θεωρούν ξεπερασμένα τα εργατικά ζητήματα. Γιατί εμείς μόνο από αυτή την σκοπιά μπορούμε να δούμε τα πράγματα.

Μετά από 128 συναπτά έτη λοιπόν ήρθε η ώρα για το βιβλιοπωλείο της Εστίας να αναφωνήσει: Δυστυχώς επτωχεύσαμεν... Ένα βιβλιοπωλείο το οποίο πέρασε μέσα από δυο παγκοσμίους πολέμους, έναν εμφύλιο, μια χούντα και όλη τη μεταπολίτευση, αλλά ήρθε η ώρα να κλείσει εδώ τον κύκλο του. Οι φλύαρες νεκρολογίες που ακολούθησαν μας υπενθύμισαν ότι οι δεκαετίες του ’80 και (κυρίως) του ΄90 ήταν «χρυσές» για το ιστορικό βιβλιοπωλείο, το οποίο όμως στη συνέχεια δεν μπόρεσε να αντέξει τη μειωμένη κατανάλωση που επέφερε η ύφεση. Ένα κοινότοπο αφήγημα σε πολλές παραλλαγές που παράγει όλα τα απαραίτητα νοήματα.
Έτσι λοιπόν τα κέρδη της επιχείρησης ανήκουν στους ιδιοκτήτες της, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι να τα «χαλάνε» για να τη διατηρήσουν στη ζωή. Από τη στιγμή που η επιχείρηση δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετείται (ή το κάνει χωρίς να παράγει κέρδη), έρχεται η ώρα του λουκέτου. Καθόλου τυχαία οι εργαζόμενοι δεν έχουν θέση στο κάδρο καθώς στην περίπτωση τους το νόημα εξαντλείται στη σκληρότητα της μοίρας και την αναπόδραστη υποταγή στις αποφάσεις της εργοδοσίας. Μόνο το λιβάνισμα της κας Μάνιας, του αγνού αυτού μαικήνα των γραμμάτων συναντήσαμε στις επιφυλλίδες. Με την άρρητη υποσημείωση ότι τα αφεντικά δεν φταίνε για τις επιπτώσεις των ελέω κρίσης αποφάσεων τους στη ζωή των υπαλλήλων τους, πολύ περισσότερο δε τα αφεντικά «του πνεύματος» που είναι και εξ ορισμού πιο ευαίσθητα!!!
Έτσι ενώ από τη μια πλευρά οι λόγοι παρηγορίας για την άπορη (sic) πλέον ιδιοκτήτρια της Εστίας περίσσευαν, από την άλλη δεν μπορέσαμε να βρούμε αναφορές στην πραγματικότητα των (επίσης πρώην πλέον) εργαζόμενων στο βιβλιοπωλείο. Επί 3 σχεδόν χρόνια λάμβαναν μικρά έναντι του μισθού τους, στο ύψος του εφηβικού χαρτζιλικιού, πριν φτάσουν στο σημείο να μένουν παντελώς απλήρωτοι. Προφανώς αυτό δεν αποτελεί προτεραιότητα για τους δημοσιογράφους που γράφουν στην πολιτισμική στήλη. Στο κάτω – κάτω, αν πεινάνε ας φάνε παντεσπάνι...
Ενώ λοιπόν η μοίρα της απληρωσιάς φαινόταν να είναι κοινή για όλους, ήρθε η καπάτσα (σε αυτό το επίπεδο τουλάχιστον) εργοδοσία, πέρσι τον Σεπτέμβρη, να ταράξει την καθημερινότητα των συναδέλφων με μια ρηξικέλευθη πρόταση. Όσοι θέλουν να μείνουν θα γίνουν 4ωροι και όσοι δεν θέλουν να αποχωρήσουν, έλεγε το καινούργιο μεγαλόπνοο σχέδιο. Βέβαια για την ταμπακιέρα (βλ. χρωστούμενα) ούτε κουβέντα επί της ουσίας. Προφανώς μετά από 127 χρόνια, το αποθεματικό της επιχείρησης δεν έφτανε για να χρηματοδοτήσει το μαγαζί και η κα Καραϊτίδη δεν μπορούσε να βρει εύκολα αγοραστές για το πανάκριβο σπίτι της, προκειμένου με αυτά τα χρήματα να μπορέσει να πληρώσει χρωστούμενους μισθούς αλλά και προμηθευτές.
Άλλο ένα δίλημμα λοιπόν που μεταφέρθηκε εκβιαστικά στην πλευρά των εργαζομένων. Άλλο ένα ρίσκο που μοιραζόταν όχι με μετόχους αλλά με ανθρώπους που καμία ευθύνη δεν είχαν για την οικονομική κατάντια ενός πάλαι ποτέ κραταιού μαγαζιού. Επί της ουσίας αυτό που έλεγε η πρόταση ήταν πως αν θέλετε να παραμείνει ανοιχτό το μαγαζί, θα πρέπει να βάλετε πλάτη εσείς. Βέβαια η συγκεκριμένη πρόταση αμελούσε τεχνηέντως ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.  Αυτό της επιβίωσης των εργαζομένων οι οποίοι -4ωροι όντες πλέον- θα έπρεπε να πιάσουν μια δεύτερη δουλειά προκειμένου να συντηρηθούν και έτσι να συνεχίσουν να δουλεύουν αμισθί για να σωθεί το μαγαζί της κας Μάνιας...
Κάπου εκεί όμως άρχισαν να εξαντλούνται και οι πρώτες αντοχές. Κάποιοι συνάδελφοι δεν δέχτηκαν αυτόν τον περαιτέρω εξευτελισμό και προχώρησαν σε επίσχεση εργασίας. Αντίθετα οι υπόλοιποι συνάδελφοι δέχτηκαν να κρατήσουν ανοιχτό το μαγαζί, ακόμα και χωρίς εμπόρευμα αφού οι προμηθευτές του είχαν σταματήσει καιρό πριν να το τροφοδοτούν λόγω μαζεμένων χρωστούμενων. Την στιγμή που οι συνάδελφοι έκαναν αυτή την επιλογή, έθεταν ταυτόχρονα και το ρητορικό μάλλον ερώτημα: «Αλήθεια, αυτός ο κόσμος, κερδίζεται τελικά με προσευχές;»...
Η σημερινή κατάληξη δείχνει πως μάλλον όχι. Δεν το λέμε για να γίνουμε μετά Χριστόν προφήτες. Το λέγαμε και τότε. Ούτε σκοπός μας είναι να καταφερθούμε εναντίον συναδέλφων, έστω και αν στη δικαστική διαμάχη που ακολούθησαν οι σε επίσχεση εργαζόμενοι, κάποιοι από τους πρώτους βρέθηκαν στο δικαστήριο με την πλευρά του εργοδότη, με την αδέκαστη ελληνική δικαιοσύνη να τους εκθέτει κιόλας με την απόφαση που πήρε. Η υπόθεση όμως της Εστίας είναι μια από τις πιο τρανταχτές περιπτώσεις (γιατί υπάρχουν κι άλλες) η οποία θέτει κάποια πιο ουσιώδη ερωτήματα που αφορούν τον κόσμο της εργασίας. Ερωτήματα που ξεφεύγουν και λίγο από μια στενή  αντίληψη του συνδικαλισμού, μεταφέροντας τα ζητήματα στην γενική αντίληψη του κόσμου που μας περιβάλει καθώς και της θέσης που παίρνουμε σε αυτόν.
Ένα από αυτά, ειδικά για τον κλάδο του βιβλίου, είναι και η αντίληψη πως δουλεύοντας σε έναν εκδοτικό οίκο ή σε ένα βιβλιοπωλείο, μετέχουμε έστω και για λίγο, στο μεγάλο πανηγύρι της παραγωγής πολιτισμού. Κάποιοι από εμάς, νιώθουν πως συναντιούνται νοερά με τους συγγραφείς και το έργο τους καθώς και με φιλόμουσους αναγνώστες. Συμμετέχουν έτσι (ουφ, πολύ κουραστικός αυτός ο πρώτος πληθυντικός της ευγένειας) στην διακίνηση των ιδεών που ένα βιβλίο εμπεριέχει. Και αυτή είναι μια από τις μπανανόφλουδες που πατήσανε κάποιοι συνάδελφοι στην Εστία. Προφανώς το ειδικό βάρος ενός βιβλιοπωλείου ηλικίας 128 χρόνων δημιούργησε και μια αίσθηση χρέους σε αυτούς. Κάπως σα να παίρνουν μέρος στην ιστορία του βιβλίου στην Ελλάδα; Ίσως.
Αλήθεια όμως, τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο (πραγματικού κόστους γύρω στα 2-3 € και με τιμή πώλησης γύρω στα 13-20 € κατά μέσο όρο) κάτι περισσότερο από ένα ακόμα εμπόρευμα; Και βέβαια τι άλλο μπορεί να είναι κάποιος άνθρωπος που έχει μισθωτή σχέση με ένα βιβλιοπωλείο εκτός από εργάτης; Εν τέλει, με την εργασία μας και μόνο μπορούμε εμείς ως εργάτες να καθορίσουμε τις οικονομικές επιλογές και τα ρίσκα των αφεντικών; Και εν πάση περιπτώσει μπορούνε αυτά να θεωρηθούν και δικές μας επιλογές; Ρητορικά και πάλι τα ερωτήματα αφού η κατάληξη της Εστίας, μας παρέχει και αυτονόητα συμπεράσματα.
Κάτι τέτοια αυτονόητα φαίνεται πως τα έχουμε ξεχάσει παντελώς σε μια εποχή που θα έπρεπε να είναι τα μόνα που θυμόμαστε. Η ειδυλλιακή εικόνα του βιβλιοϋπαλλήλου που εξυπηρετεί τον πελάτη (την είδαμε και σε διαφήμιση πρόσφατα) συνοδεύεται, στο πίσω μέρος του κάδρου, από χαλασμένες μέσες και γόνατα εξαιτίας των κουβαλημάτων και της ορθοστασίας, πράγμα που δεν ξεπληρώνεται με κανένα μεροκάματο. Ο βαθυστόχαστος συγγραφέας που συζητά με τον συνάδελφο είναι κατά βάση ένα μετρίου βεληνεκούς ματαιόδοξο ψώνιο που πολλές φορές μπορεί και να πληρώνει ο ίδιος για να εκδοθεί, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα καταφέρνει να επιβιώσει κοπροσκυλιάζοντας και αμπελοφιλοσοφώντας. Οι οραματιστές εκδότες είναι κρατικοδίαιτα λαμόγια που χρηματοδοτούν τις εταιρείες τους από χρήματα φορολογουμένων τα οποία απλόχερα τους μοίραζαν μέχρι πρότινος τα υπουργεία με διάφορους τρόπους. Και οι μεγάλοι βιβλιοπώλες είναι κατά βάση στυγνοί έμποροι που δεν πληρώνουν υπερωρίες και εκμεταλλεύονται κάθε παραθυράκι που τους προσφέρει η ούτως ή άλλως στα μέτρα τους κομμένη και ραμμένη εργατική νομοθεσία.
Από έναν τέτοιο κόσμο, εμείς, όσοι εργάτες έχουμε κρατήσει την εργατική μας συνείδηση, δεν έχουμε τίποτα να υπερασπιστούμε. Και αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε και όσους εξωραΐζουν αυτή την πραγματικότητα. Ειδικά σήμερα που το μεγάλο πανηγύρι που μας σερβίρανε τόσα χρόνια τελείωσε. Τα αφεντικά της επικράτειας από συμμέτοχους μας καθιστούν αποσυνάγωγους στο μεγάλο τους φαγοπότι εναλλάσσοντας με ταχύτητα που θα ζήλευε ο Λούκυ Λουκ το καρότο και το μαστίγιο, μαζεύουν τα λεφτά τους σε πιο σίγουρα «σεντούκια» από αυτά που τους προσέφερε μέχρι τώρα η επιχειρηματικότητα και λεηλατούν τις ίδιες τους τις επιχειρήσεις, εγκαταλείποντας πρώτοι το καράβι που τώρα βυθίζεται, προκειμένου να διασώσουν τις περιουσίες τους που τόσα χρόνια έφτιαξαν με τον δικό μας κόπο.
Για κάποια χρόνια, κάποιοι από εμάς την πατήσαμε (αυτός ο πρώτος πληθυντικός αρχίζει πραγματικά να με ενοχλεί.). Ένα ξεροκόμματο παραπάνω και δυο – τρεις συνεργατικές κουβέντες ήταν αρκετές για να κάνουν κάποιους συνάδελφους να νιώσουν ασφαλείς στις αγκάλες των αφεντικών τους. Τώρα όμως που ο βαθμός εκμετάλλευσης φανερώνεται σε όλο του το μεγαλείο, το μόνο που μένει είναι το μοίρασμα της φτώχειας μας, την ώρα που τα αφεντικά αποσύρονται στην ασφάλεια των απομονωμένων διαμερισμάτων τους. Παρόλα αυτά, κάποιοι εξακολουθούν και βιώνουν τους εαυτούς τους μέσα σε έναν κόσμο καλών προθέσεων.
Επίλογος; Η κα Μάνια θα εξακολουθήσει να πίνει το καφεδάκι της με γάλα και όχι με κρέμα, όπως την αγιογραφούσε η κονδυλοφόρος του Βήματος. Οι πρώην εργαζόμενοι όμως έχουν απομείνει να αναμένουν τα δεδουλευμένα τους από μια εταιρεία φάντασμα, καθηλωμένοι σε μια terra incognita μεταξύ εργαζόμενου και ανέργου. Θα προστεθούν λοιπόν και αυτοί σε ένα καινούργιο σύνολο ανθρώπων χωρίς ιδιότητες που έχει διαμορφώσει η πραγματικότητα της κρίσης και στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι πολλοί από εμάς.
Και εκεί θα παραμείνουμε όλοι αν δεν διεκδικήσουμε μόνοι μας το να αποκτήσουμε ταυτότητα συλλογική. Ταυτότητα που θα μας αυτοκαθορίζει μακριά από την εξατομίκευση και τον όραμα της προσωπικής επιτυχίας που μας οδηγούσε μέχρι σήμερα και που έδινε την δυνατότητα στα αφεντικά να μας χειρίζονται διασπασμένους και αποπροσανατολισμένους. Και όσο για τα βιβλία και τις γνώσεις, τα μυθιστορήματα και τα ποιήματα, τον πολιτισμό μας και τον πνευματικό μας πλούτο, θα τα κρατάμε πάντα μέσα στις καρδιές μας, για να τα μοιραζόμαστε μακριά από βιβλιοπωλεία και πάσης φύσης κωλομάγαζα, στις παρέες και στις κοινότητες που θα επανεφεύρουμε. Και που οφείλουμε να τις επανεφεύρουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε...