Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΑΛΗ ΤΑΞΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ...

Η «σχολική περίοδος» του Σεπτεμβρίου ήταν για χρόνια το στήριγμα των αφεντικών του κλάδου, τουλάχιστον των καταστημάτων λιανικής και των εκδοτικών επιχειρήσεων που σχετίζονται με την παραγωγή και διακίνηση εκπαιδευτικού υλικού. Καθόλου παράξενο λοιπόν το γεγονός ότι η ίδια περίοδος αποτελεί εφιάλτη για τους εργαζόμενους στο χώρο του «εκπαιδευτικού» και ξενόγλωσσου διδακτικού βιβλίου και των βιβλιοπωλείων, ανεξαρτήτως μεγέθους και περιοχής. Είναι άλλωστε η περίοδος που συναντιέται η δυστροπία των πελατών με την εισπρακτική λαχτάρα των αφεντικών. Σε απλή μετάφραση τα ωράρια εργασίας διευρύνονται και οι υπερωρίες είναι δεδομένες, όχι όμως και απαραίτητα αντίστοιχα πληρωμένες και σίγουρα όχι δηλωμένες, τουλάχιστον όχι στα συνοικιακά βιβλιοπωλεία. Η ένταση της εργασίας φυσικά ανεβαίνει κατακόρυφα για τους πωλητές των εκδοτικών οίκων από πιο πριν, σε όλα τα επίπεδα και τμήματα. Από τις αποθήκες και τις διανομές ως τις παραλαβές και την εξυπηρέτηση πελατών, όλοι τρέχουμε. 
  
Όταν τώρα αυτή η εισπρακτική λαχτάρα που αναφέραμε διασταυρώνεται με, αν δεν έχει ήδη πλαισιωθεί από, πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας, τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα. Δεν είναι άλλωστε μυστικό ότι «οι άνθρωποι του πνεύματος» δεν στερούνται των ευγενών τεχνών της διεύθυνσης επιχειρήσεων. Τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενοι λιγοστέψαμε καθώς οι χώροι εργασίας αναδιαρθρώθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν. Ή αν προτιμάτε, τα αφεντικά μας, είδαν την κερδοφορία τους να μειώνεται, τις επιχορηγήσεις να σταματάνε, διάφορες «δουλίτσες» να κολλάνε και πανικοβλήθηκαν. Διάγουν άλλωστε απαιτητικό τρόπο ζωής. Έτσι λοιπόν μας επιμερίστηκε ένα σημαντικό μέρος του ρίσκου των επιλογών τους. Για την ακρίβεια μας ήρθε το σύνολο του λογαριασμού των μανατζερίστικων πρότζεκτς (όπως τα λένε) περί επιθετικών πολιτικών πώλησης, μεγιστοποίησης της παραγωγής και εκδοτικού ανταγωνισμού (με έπαθλο επιδοτήσεις επιχειρηματικότητας και τραπεζικά δάνεια), ενώ κάποιοι έφτιαξαν και δικές τους εταιρίες διανομής που τώρα φυτοζωούν.
Περίπου έναν αιώνα πριν ο Κέυνς έγραφε πως σε περιόδους ύφεσης οι επιχειρηματίες αντιδρούν σπασμωδικά για να περιορίσουν τις απώλειες, καταφεύγοντας σε ενέργειες που εντείνουν την ύφεση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που την τροφοδοτεί αφειδώς. Πλέον βέβαια δεν μιλάμε για απλές σπασμωδικές αντιδράσεις αλλά για συνολική επίθεση στον κόσμο της εργασίας, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Το σίγουρο είναι πως οι εναπομείναντες εργαζόμενοι τρέχουμε πολύ περισσότερο καθώς, για να βγουν τα προσδοκώμενα έσοδα, πρέπει να διατηρηθεί ο όγκος εργασίας των προηγούμενων ετών με λιγότερα άτομα. Δεν αρκεί η μείωση των μισθών και οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για τις υπερωρίες, απαιτείται και εντατικοποίηση (της εντατικοποίησης) για να μην χαθεί ούτε μισό ευρώ! Δυστυχώς οι αλλαγές αυτές στους ρυθμούς και τις συνθήκες εργασίας συνοδεύονται από αύξηση του φόβου και της ανασφάλειας μεταξύ των εργαζομένων. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η de facto απελευθέρωση των απολύσεων και η καλπάζουσα ανεργία αποτελούν ισχυρά εργαλεία επιβολής των εργοδοτικών απαιτήσεων. Για να μην μιλήσουμε για την συμπεριφορά και το ύφος με τα οποία μεταβιβάζονται οι εντολές. Καλύτερα ας ασχοληθούμε με τη δική μας αντίδραση ενόψει και νέων μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά.
Ξαναπιάνοντας το νήμα από την αρχή της προηγούμενης παραγράφου, η συνέχεια της σκέψης του Κέυνς ήταν πως για να ξεπεραστεί η ύφεση του ’30 στις Η.Π.Α. έπρεπε η εργατική τάξη να ενσωματωθεί οργανικά στη σφαίρα της κατανάλωσης. Η εφαρμογή των προσεγγίσεων του Κέυνς στη Μεγάλη Ύφεση (μετά το κραχ του ’29), υπό την ασφυκτική πίεση των εργατικών αγώνων και των ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών τους, δεν έδωσαν μόνο πνοή στο κοινωνικό κράτος αλλά και έθεσαν τις βάσεις για την ανάδειξη νέων μορφών πειθάρχησης. Η ιεροποίηση της κατανάλωσης που ακολούθησε, γρήγορα μετατράπηκε σε κυρίαρχο κοινωνικό χαρακτηριστικό, με αποτέλεσμα οι σύγχρονες «δυτικές» κοινωνίες να αναθρέφουν τα μέλη τους για να ανταποκριθούν κυρίως στο ρόλο του καταναλωτή. Σταδιακά, μέσα από τη δημιουργία και γενίκευση των καταναλωτικών συμπεριφορικών μοντέλων, ό,τι είχε ξεκινήσει παλιότερα ως αγώνας για αυτονομία και ελευθερία διοχετεύτηκε σε αγώνα για μεγαλύτερη συμμετοχή στο πλεόνασμα. Με τον τρόπο αυτό, υπό τις ευλογίες και τις υποσχέσεις του κοινωνικού κράτους, γινόταν όλο και πιο αποδεκτή η υφιστάμενη δομή εξουσίας και τα διαφορετικά προτάγματα διαγράφονταν από την ατζέντα. Με τον καιρό τα θέλγητρα και η σαγήνη της αγοράς εμπορευμάτων κατέστησαν ικανοποιητικά εχέγγυα της κοινωνικής πειθαρχίας, ενώ ο κλιμακούμενος ανταγωνισμός και η ιδιώτευση, κυρίαρχα χαρακτηριστικά κάθε καταναλωτικής κοινωνίας, συνέβαλαν στο να οδηγηθεί η εργατική/ταξική συνείδηση στην πόρτα της εξόδου.
Και αυτό πληρώνουμε τώρα! Μακριά από «παγκαλισμούς» και κάθε παρόμοια ανοησία, που κοινωνικοποιεί τα χρέη και ιδιωτικοποιεί τα κέρδη σε προεπιλεγμένες τσέπες. Μακριά από μεμψίμοιρες κρίσεις συλλογικής κοινωνικής ενοχής, μάλλον δεν είναι και πολύ δύσκολο να αναλογιστεί ο καθένας και τις δικές του ευθύνες αναφορικά με το σημερινό κλίμα παραίτησης... Μήπως ήρθε η ώρα να επανεκτιμήσουμε ψύχραιμα στάσεις και συμπεριφορές, αναζητώντας τις σελίδες εμπειριών και αγώνων του παρελθόντος που δεν περιλαμβάνονται στα σχολικά βιβλία; Ίσως και να ανακαλύψουμε ότι η έννοια της ελευθερίας υπερβαίνει την επιλογή προϊόντων και υπηρεσιών, ότι η κοινωνική οργάνωση και οι ιεραρχήσεις της δεν είναι αυτονόητες ούτε η σημασία της εργασίας δεδομένη. Για όσους εργαζόμαστε(-αν) σε βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους με βοηθήματα και εταιρίες πρακτόρευσης και διανομής ξενόγλωσσου και ελληνικού εκπαιδευτικού βιβλίου, ο «Σεπτέμβρης» είναι η καλύτερη απόδειξη του πόσο σημαντικοί είμαστε για τα κέρδη τους, αλλά και του πόσο ανέξοδα χαρίζουμε τις δυνάμεις μας. Μάλλον η δυνατότητα του να ψάχνουμε για «τρύπες» και «παραθυράκια» ατομικής σωτηρίας έχει εξαντληθεί και ήρθε ο καιρός να αναζητήσουμε τις θέσεις μας στα χαρακώματα.
Γιατί σιγά σιγά κάθε μήνας γίνεται «Σεπτέμβρης», εντός και εκτός κλάδου…